Ντόβερ

Ντόβερ
(Dover). Πόλη (34.500 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Κεντ. Εκτείνεται στο ομώνυμο στενό ή Πα - ντε - Καλέ, στις εκβολές του ποταμού Ντόβερ, περίπου εκατό χλμ. ΝΑ του Λονδίνου. Είναι σημαντικό κέντρο διακίνησης ταξιδιωτών από και για την ηπειρωτική Ευρώπη, γιατί συνδέεται με το βελγικό λιμάνι της Οστάνδης και με τα γαλλικά Καλέ, Μπουλόν-σιρ-Μερ και Δουνκέρκη. Περίφημη για τους λευκούς βράχους της, η πόλη έχει ενδιαφέροντα μνημεία, μεταξύ των οποίων ο φάρος –που λέγεται ότι κατασκευάστηκε από τους Ρωμαίους το 43 μ.Χ.– και το φρούριό της, ρωμαϊκής ή σαξονικής προέλευσης. Ιστορία. Το Ν. ήταν το ρωμαϊκό Dubris ή Portus Dubris, αλλά ίσως και σε προηγούμενους χρόνους να ήταν σημαντικό λιμενικό κέντρο ευνοημένο από τη γειτνίαση με τις γαλλικές ακτές· απέχει 42 χλμ. από το Καλέ και 35 χλμ. από το ακρωτήριο Γκρι-Νε. Κατά τον Μεσαίωνα γνώρισε μια περίοδο μεγάλης ευημερίας, έγινε το κυριότερο από τα Πέντε Λιμάνια και ήταν πάντα μια θέση - κλειδί για την κατάκτηση της Αγγλίας. Υπήρξε σημαντική ναυτική βάση κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και κατά τον B’ παρέμεινε συνεχώς κάτω από τα πυρά του γερμανικού πυροβολικού από το 1940 έως το 1944. Άποψη του Ντόβερ. Στο βάθος φαίνονται οι χαρακτηριστικοί λευκοί βράχοι του. Η πόλη, που βρίσκεται στο ομώνυμο στενό ή Πα ντε Καλαί, είναι ένα από τα αγγλικά λιμάνια με τη μεγαλύτερη κίνηση για τις συγκοινωνίες με την ευρωπαϊκή ήπειρο, από την οποία απέχει περίπου 40 χλμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κεντ — (Kent). Κομητεία (3.543 τ. χλμ., 1.329.653 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, με πρωτεύουσα την πόλη Μέιντστοουν (Maidstone, 138.948 κάτ.). Στα Β βρέχεται από τον ποταμόκολπο του Τάμεση (Βόρεια θάλασσα), στα Ν από τη Μάγχη, στα Α από το… …   Dictionary of Greek

  • Ντελάγουερ — I (Delaware). Πολιτεία (5.295 τ. χλμ., 796.165 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ του νοτίου Ατλαντικού· Πρωτεύουσα της πολιτείας είναι το Ντόβερ. βρέχεται στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό (κόλπος Ντελάγουερ) και συνορεύει στα Β με την Πενσιλβάνια, στα Δ και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Μάγχη — (αγγλ. English Channel ή The Channel, γαλλ. La Manche = μανίκι). Θαλάσσιος βραχίονας (περ. 78.000 τ. χλμ.) μεταξύ του ηπειρωτικού όγκου της Ευρώπης (Γαλλία) και του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και συνδέει τη Βόρεια θάλασσα (προς ΒΑ) με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • καλέ — (Calais). Πόλη (76.239 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, στον νομό Πα ντε Καλέ, στο Στενό της Μάγχης. Βρίσκεται σε απόσταση 40 χλμ. από τις αγγλικές ακτές, στο στόμιο μερικών πλωτών διωρύγων, οι οποίες φτάνουν μέχρι εκεί από την ενδοχώρα.… …   Dictionary of Greek

  • ουραγωγός — (οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ακανθόμετρα — (acanthometron). Θαλάσσια πρωτόζωα που ανήκουν στην τάξη των ακτινοπόδων και ο οργανισμός τους περιβάλλεται από μια κάψα που δεν έχει πόρους και αποτελείται από ακανθίνη. Πρωτοεμφανίστηκαν στην κάμβριο περίοδο και πιθανώς τα μεγάλα αποθέματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”